μελάμβροτος

μελάμβροτος
μελά-μβροτος, mit schwarzen Menschen, von schwarzen Menschen bewohnt

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελάμβροτος — μελάμβροτος, ον (Α) 1. (για τη χώρα τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μαυρειδερός, μελαψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βροτός (πρβλ. αλεξί μβροτος, ημί βροτος)] …   Dictionary of Greek

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”